- παρακαθήμενος
- παρά-κάθημαιto be seatedperf part mid masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπάρεδρος — εὐπάρεδρος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που προσκολλάται, που αφοσιώνεται σε κάποιον 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπάρεδρον ο ένθερμος ζήλος 3. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπάρεδρον καλῶς παραμένον καὶ διηνεκῶς». επίρρ... εὐπαρέδρως (ΑΜ) με ένθερμο ζήλο, με αφοσίωση.… … Dictionary of Greek
πάρεδρος — ο, η / πάρεδρος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αναπλητωτής ανώτερου υπαλλήλου ή λειτουργού 2. φρ. α) «πάρεδρος πρωτοδικών» ο πρώτος βαθμός τής ιεραρχίας τών τακτικών δικαστών β) «πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας» εισηγητής υποθέσεων στο Συμβούλιο Επικρατείας … Dictionary of Greek
παραβάσκω — Α στέκομαι ή κάθομαι κοντά, δίπλα στον ηνίοχο, είμαι παραβάτης, παρακαθήμενος τού ηνιόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βάσκω «βαίνω, πορεύομαι»] … Dictionary of Greek
παραβατώ — έω, παλαιός αττ. τ. παραιβατώ, Α [παραβάτης] κάθομαι ή στέκομαι κοντά στον ηνίοχο, είμαι παραβάτης, παρακαθήμενος τού ηνιόχου … Dictionary of Greek
παρακλίτης — ὁ, Α [παρακλίνω] αυτός που δειπνεί ξαπλωμένος κοντά σε κάποιον, σύνδειπνος, παρακαθήμενος, παρακλίντωρ* («σύνδειπνον καὶ παρακλίτην πεποιημένον ἄνδρα ὑπέρδασύν τε καὶ ὑπέραισχον», Ξεν.) … Dictionary of Greek
πρόσεδρος — η, ο / πρόσεδρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που κάθεται κοντά σε κάποιον, προσκαθήμενος, παρακαθήμενος 2. πάρεδρος νεοελλ. φρ. «πρόσεδρος υπουργός» βαθμός ανώτατου διπλωματικού υπαλλήλου αρχ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που συνεχώς και αδιαλείπτως συχνάζει… … Dictionary of Greek
σύνθωκος — και σύνθακος, ον, ΜΑ 1. παρακαθήμενος, συγκάθεδρος* 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σύνθωκος το κάθισμα, η έδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θῶκος / θᾶκος «έδρα, κάθισμα»] … Dictionary of Greek
ԱԹՈՌԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0012 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c ա. եւ գ. παρακαθήμενος, συγκαθήμενος, σύνεδρος assidens, consedens, una solium obtinens Առընթեր գլխաւորին նստեալն յաթոռ. բարձակից. հարազատ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)